- βατταρισμός
- ο (AM βατταρισμός) [βατταρίζω]το τραύλισμαμσν.ο τερετισμός των χελιδονιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βατταρισμός — stuttering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατταρισμοῖς — βατταρισμός stuttering masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατταρισμοί — βατταρισμός stuttering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BATTUS — I. BATTUS ineptus Poeta, qui in carmine conficiendo eadem saepius repetebat; unde Βαττολογία, inepta verborum redundantia, seu eiusdem rei vitiosa repetitio. Suidas, Βαττολογία, ἡ πολυλογία, ἀπὸ Βάττου τινὸς μακροὺς, καὶ πολυςτίχους ὕμνους… … Hofmann J. Lexicon universale
βραδυγλωσσία — η η δυσχέρεια στην ομιλία, βατταρισμός ή δυσαρθρία … Dictionary of Greek
ταχυφημία — η, Ν ιατρ. ανωμαλία στο ρυθμό τής ομιλίας που συνίσταται στην ασυγκράτητη, υπερβολικά βιαστική και ασαφή εκφορά τού λόγου και κατά την οποία υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα στην ταχύτητα τής σκέψης και στην ταχύτητα τής κινητικής γλωσσικής δεξιότητας,… … Dictionary of Greek